στο λεξικό PONS
I. dead [ded] ΕΠΊΘ
1. dead αμετάβλ (not alive):
2. dead αμετάβλ:
6. dead (boring, deserted):
8. dead μτφ οικ (exhausted):
9. dead αμετάβλ (not functioning):
11. dead προσδιορ, αμετάβλ (totally):
12. dead αμετάβλ (fast asleep):
ιδιωτισμοί:
II. dead [ded] ΕΠΊΡΡ
1. dead αμετάβλ οικ (totally):
2. dead αμετάβλ (exactly):
ιδιωτισμοί:
III. dead [ded] ΟΥΣ
1. dead (people):
2. dead:
ˈcen·ter ΟΥΣ ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
center → centre
I. cen·tre, αμερικ cen·ter [ˈsentəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ
1. centre (middle):
3. centre (place or building):
4. centre (area of concentration):
5. centre ΜΑΘ:
- centre of a circle
-
6. centre ΑΘΛ:
II. cen·tre, αμερικ cen·ter [ˈsentəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
dead ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dead ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.