στο λεξικό PONS
fat·ted [ˈfætɪd, αμερικ -t̬ɪd] ΕΠΊΘ
- fatted
-
I. kill [kɪl] ΟΥΣ no pl
1. kill (act) of animal:
2. kill ΚΥΝΉΓΙ (prey):
3. kill ΣΤΡΑΤ:
II. kill [kɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. kill [kɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. kill (end life):
2. kill (destroy):
3. kill (spoil):
4. kill (stop):
5. kill οικ (consume):
6. kill οικ (amuse):
7. kill μτφ οικ (hurt):
8. kill οικ (tire):
9. kill μτφ οικ (overtax):
10. kill ΑΘΛ:
ιδιωτισμοί:
I. fat <-tt-> [fæt] ΕΠΊΘ
1. fat (fleshy):
4. fat προσδιορ, αμετάβλ οικ (little):
II. fat [fæt] ΟΥΣ
2. fat no pl (food):
ˈfat bin·der ΟΥΣ ΦΑΡΜ
-
- Fettblocker αρσ
ˈfat-burn·ing ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
body fat ΟΥΣ
neutral fat ΟΥΣ
unsaturated fat [ʌnˌsætʃreɪtɪdˈfæt] ΟΥΣ
layer of fat ΡΉΜΑ
edible dormouse, fat dormouse
white fat cells
brown fat cells
fatty deposit, layer of fat ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.