στο λεξικό PONS
I. gol·den [ˈgɔldn̩] ΕΠΊΘ προσδιορ
Mit·te <-, -n> [ˈmɪtə] ΟΥΣ θηλ
2. Mitte (Mittelpunkt):
3. Mitte ΠΟΛΙΤ:
4. Mitte (zur Hälfte):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
goldene Finanzierungsregel phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- goldene Finanzierungsregel
-
goldene Bilanzregel phrase ΛΟΓΙΣΤ
- goldene Bilanzregel
-
goldene Regel der Akkumulation phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.