



-
- Huhn ουδ <-(e)s, Hühner>
-
- typisch amerikanischer gemischter Salat u. a. mit Speck, Huhn, Avocado, Eiern und Schimmelkäse
-
- Huhn ουδ <-(e)s, Hühner>
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.