στο λεξικό PONS
A ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
A, a <-, - [o. οικ -s, -s]> [a:] ΟΥΣ ουδ
1. A (Buchstabe):
ιδιωτισμοί:
u.
u. συντομογραφία: und
- u.
-
u. U.
u. U. συντομογραφία: unter Umständen
- u. U.
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
U-Schatz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
U.S. Treasury ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.