Treasury ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
- Treasury (Finanzabteilung)
- treasury
- Treasury (Finanzabteilung)
- treasury department
Treasury Bond ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Treasury Bond (Schuldverpflichtung des amerikanischen Schatzamtes)
- treasury bond
U.S. Treasury ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Treasury-Prozess ΟΥΣ αρσ CTRL
-
- treasury process
Treasury-Einheit ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
- Treasury-Einheit (Finanzabteilung)
- treasury unit
Treasury Bill ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Treasury Bill (Schatzwechsel)
- treasury bill
Treasury Workstation ΟΥΣ θηλ CTRL
-
- treasury workstation
-
- Treasury-Prozess αρσ
- treasury department (Finanzabteilung)
- Treasury θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.