στο λεξικό PONS
Pro·zess <-es, -e> [proˈtsɛs], Pro·zeßπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Prozess (Gerichtsverfahren):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Prozess ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Prozess ΟΥΣ αρσ CTRL
Treasury-Prozess ΟΥΣ αρσ CTRL
Risikomanagement-Prozess ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.