nr ΠΡΌΘ
nr συντομογραφία: near
I. near [nɪəʳ, αμερικ nɪr] ΕΠΊΘ
1. near (close in space):
3. near (most similar):
4. near προσδιορ (close to being):
5. near προσδιορ (person):
6. near προσδιορ βρετ, αυστραλ ΑΥΤΟΚ, ΜΕΤΑΦΟΡΈς (nearside):
II. near [nɪəʳ, αμερικ nɪr] ΕΠΊΡΡ
1. near (close in space):
2. near (close in time):
3. near (almost):
III. near [nɪəʳ, αμερικ nɪr] ΠΡΌΘ
1. near (in proximity to):
2. near (almost time of):
3. near (close to a state):
4. near (similar in quantity or quality):
5. near (about ready to):
6. near (like):
7. near (almost amount of):
IV. near [nɪəʳ, αμερικ nɪr] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.