Un·glück <-glücke> [ˈʊnglʏk] ΟΥΣ ουδ
1. Unglück kein πλ (Pech):
2. Unglück (katastrophales Ereignis):
3. Unglück kein πλ (Elend):
- Unglück
-
- etw miterleben Ereignisse, Unglück
-
-
- Unglück ουδ <-(e)s, -e>
-
- Unglück ουδ <-(e)s, -e>
-
- Unglück ουδ <-(e)s, -e>
-
- Unglück ουδ <-(e)s, -e>
-
- unabwendbares Unglück
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.