I. un·gleich·mä·ßig ΕΠΊΘ
1. ungleichmäßig (unregelmäßig):
2. ungleichmäßig (nicht zu gleichen Teilen):
- ungleichmäßig
-
II. un·gleich·mä·ßig ΕΠΊΡΡ
1. ungleichmäßig (unregelmäßig):
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig atmen
-
2. ungleichmäßig (ungleich):
- ungleichmäßig
-
-
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig
- irregular arrangement, pattern
- ungleichmäßig
-
- ungleichmäßig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.