Pech <-[e]s, -e> [pɛç] ΟΥΣ ουδ
1. Pech οικ (unglückliche Fügung):
2. Pech (Rückstand bei Destillation von Erdöl):
- Pech
-
-
- Pech ουδ <-(e)s> kein pl
-
- Pech ουδ <-(e)s> kein pl
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.