I. elend [ˈe:lɛnt] ΕΠΊΘ
1. elend (beklagenswert):
2. elend (krank):
- elend
-
- elend
-
3. elend (erbärmlich):
4. elend μειωτ (gemein):
II. elend [ˈe:lɛnt] ΕΠΊΡΡ οικ
Elend <-[e]s> [ˈe:lɛnt] ΟΥΣ ουδ kein πλ
Elend (Not):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.