στο λεξικό PONS
ab·ject [ˈæbʤekt] ΕΠΊΘ
1. abject (extreme):
2. abject (degraded):
- abject conditions
-
3. abject (humble):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
ab·ject ΕΠΊΘ
- abject poverty
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.