I. un·glück·lich [ˈʊnglʏklɪç] ΕΠΊΘ
1. unglücklich (betrübt):
2. unglücklich (ungünstig):
- unglücklich
-
-
- unglücklich
-
- unglücklich
-
- unglücklich
-
- unglücklich
-
- unglücklich
-
- unglücklich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.