I. unglücklich ΕΠΊΘ
1. unglücklich:
- unglücklich Person, Gesicht
-
2. unglücklich (ungünstig):
- unglücklich
-
- unglücklich Umstand, Formulierung
-
- unglücklich Zeitpunkt
-
II. unglücklich ΕΠΊΡΡ
1. unglücklich:
- unglücklich aussehen/dreinschauen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.