I. heureux (-euse) [øʀø, -øz] ΕΠΊΘ
1. heureux:
- heureux (-euse) personne, vie, souvenir
-
2. heureux (chanceux):
3. heureux (favorable):
4. heureux (bon):
5. heureux (réussi):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.