

I. un·glück·lich [ˈʊnglʏklɪç] ΕΠΊΘ
1. unglücklich (betrübt):
2. unglücklich (ungünstig):
3. unglücklich (einen Unglücksfall verursachend, ungeschickt):
II. un·glück·lich [ˈʊnglʏklɪç] ΕΠΊΡΡ
1. unglücklich (ohne glücklichen Ausgang):
2. unglücklich (ungeschickt):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.