στο λεξικό PONS
Nach·bar·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Nachbarschaft (nähere Umgebung):
- Nachbarschaft
- neighbourhood [or αμερικ neighborhood]
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Nachbarschaft
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Nachbarschaft ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
- Nachbarschaft
-
- Nachbarschaft
-
-
- Nachbarschaft
-
- Nachbarschaft
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.