στο λεξικό PONS
neigh·bor·hood ΟΥΣ αμερικ
neighborhood → neighbourhood
neigh·bour·hood, αμερικ neigh·bor·hood [ˈneɪbəhʊd, αμερικ -ɚ-] ΟΥΣ
1. neighbourhood:
2. neighbourhood (vicinity):
neigh·bour·hood, αμερικ neigh·bor·hood [ˈneɪbəhʊd, αμερικ -ɚ-] ΟΥΣ
1. neighbourhood:
2. neighbourhood (vicinity):
I. neigh·bour·hood ˈwatch ΟΥΣ
II. neigh·bour·hood ˈwatch ΟΥΣ modifier
neighbourhood watch (scheme, plan, sign):
-
- neighbourhood βρετ
-
- neighborhood αμερικ
-
- neighbourhood [or αμερικ neighborhood]
- in der/jds Nachbarschaft
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
neighbourhood ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.