στο λεξικό PONS
de·hy·dra·tion [ˌdi:haɪˈdreɪʃən] ΟΥΣ no pl ΙΑΤΡ
- dehydration
-
- dehydration
- Dehydration θηλ <-, -en> ειδικ ορολ
- near to starvation/dehydration
-
-
- dehydration
-
- dehydration
-
- dehydration
-
- dehydration
-
- dehydration
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
dehydration ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
- dehydration
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- near to starvation/dehydration