στο λεξικό PONS
Ent·wäs·se·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Entwässerung (Entwässern):
- Entwässerung
-
3. Entwässerung kein πλ ΤΥΠΟΓΡ:
- Entwässerung
-
- Entwässerung
-
-
- Entwässerung θηλ <-, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- Entwässerung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.