-
- Verzweiflung θηλ <-, -en>
-
- aus Verzweiflung
-
- aus Verzweiflung
-
- Verzweiflung θηλ <-, -en>
-
- völlige Verzweiflung
-
- Verzweiflung θηλ <-, -en>
- to exasperate sb (infuriate)
-
-
- Verzweiflung θηλ <-, -en>
- to drive sb to exasperation
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.