στο λεξικό PONS
meth·od [ˈmeθəd] ΟΥΣ
1. method (way of doing sth):
I. fair1 [feəʳ, αμερικ fer] ΕΠΊΘ
1. fair:
2. fair (just, impartial):
3. fair προσδιορ, αμετάβλ (large):
4. fair προσδιορ, αμετάβλ (good):
5. fair κατηγορ, αμετάβλ (average):
6. fair:
7. fair (favourable):
8. fair απαρχ (beautiful):
ιδιωτισμοί:
II. fair1 [feəʳ, αμερικ fer] ΕΠΊΡΡ
2. fair ιδιωμ (quite):
ιδιωτισμοί:
fair2 [feəʳ, αμερικ fer] ΟΥΣ
1. fair (funfair):
2. fair:
I. value [ˈvælju:] ΟΥΣ
1. value no pl (significance):
2. value no pl (financial worth):
3. value (monetary value):
4. value (moral ethics):
II. value [ˈvælju:] ΡΉΜΑ μεταβ
1. value (deem significant):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fair value method ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | value |
|---|---|
| you | value |
| he/she/it | values |
| we | value |
| you | value |
| they | value |
| I | valued |
|---|---|
| you | valued |
| he/she/it | valued |
| we | valued |
| you | valued |
| they | valued |
| I | have | valued |
|---|---|---|
| you | have | valued |
| he/she/it | has | valued |
| we | have | valued |
| you | have | valued |
| they | have | valued |
| I | had | valued |
|---|---|---|
| you | had | valued |
| he/she/it | had | valued |
| we | had | valued |
| you | had | valued |
| they | had | valued |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.