I. un·ge·recht [ˈʊngərɛçt] ΕΠΊΘ
-
- ungerecht
- unrighteous τυπικ
- ungerecht απαρχ
-
- ungerecht
- to judge sb uncharitably
- jdn ungerecht beurteilen
-
- ungerecht
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.