Ver·viel·fäl·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Vervielfältigung kein πλ (das Vervielfältigen):
2. Vervielfältigung τυπικ (Kopie):
- Vervielfältigung
-
-
- Vervielfältigung θηλ <-, -en>
-
- Vervielfältigung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.