στο λεξικό PONS
I. coun·ty [ˈkaʊnti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. county βρετ:
- county
-
- County Antrim
-
2. county αμερικ:
- county
-
II. coun·ty [ˈkaʊnti, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ βρετ μειωτ
- county
-
- county accent, behaviour
-
coun·ty ˈbor·ough ΟΥΣ βρετ ιστ
- county borough
-
coun·ty com·ˈmis·sion·er ΟΥΣ
- county commissioner
-
coun·ty ˈcourt ΟΥΣ + ενικ/pl ρήμα
coun·ty ˈtown ΟΥΣ βρετ
- county town
-
coun·ty ˈseat ΟΥΣ αμερικ
- county seat
-
met·ro·poli·tan ˈcoun·ty ΟΥΣ βρετ
shire ˈcoun·ty ΟΥΣ βρετ
- shire county
-
coun·ty ˈcoun·cil·lor ΟΥΣ, CC ΟΥΣ βρετ
- county councillor
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- tax county
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.