στο λεξικό PONS
I. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΘ
1. early (in the day):
2. early (of a period):
3. early προσδιορ τυπικ (prompt):
4. early:
II. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΡΡ
1. early (in the day):
3. early:
I. clos·ing [ˈkləʊzɪŋ, αμερικ ˈkloʊ-] ΕΠΊΘ usu προσδιορ, αμετάβλ
II. clos·ing [ˈkləʊzɪŋ, αμερικ ˈkloʊ-] ΟΥΣ
1. closing:
2. closing (end of business hours):
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day (24 hours):
2. day ΟΙΚΟΝ (work period):
3. day (not night):
4. day (former time):
5. day no pl (present):
6. day (life):
7. day (special date):
ιδιωτισμοί:
day ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.