Wort <-[e]s, Wörter [o. -e]> [vɔrt, πλ ˈvœrtɐ, ˈvɔrtə] ΟΥΣ ουδ
1. Wort < πλ Wörter> ΓΛΩΣΣ:
2. Wort < πλ Worte> meist πλ (Äußerung):
3. Wort kein πλ (Ehrenwort):
4. Wort kein πλ (Rede[erlaubnis]):
5. Wort < πλ Worte> (Befehl, Entschluss):
6. Wort < πλ Worte> (Ausspruch):
7. Wort kein πλ ΘΡΗΣΚ:
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- tone up
- Tonga
- Tongan
- tongs
- tongue
- tongue-tied
- tongue twister
- tonguing
- tonic
- tonic parallel
- tonic water