στο λεξικό PONS
ˈin·dex-tied ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. tie [taɪ] ΟΥΣ
1. tie (necktie):
3. tie pl (links):
4. tie (equal score):
5. tie βρετ (match in a competition):
7. tie ΜΟΥΣ:
-
- Haltebogen αρσ
II. tie <-y-> [taɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. tie (fasten):
III. tie <-y-> [taɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. tie (fasten together):
-
- sich δοτ die Schuhe [o. Schnürsenkel] [o. ιδιωμ Schuhbänder] [o. A Schnürriemen] [o. CH Schuhbändel] zubinden
2. tie (connect to):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
index-tied ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
tied-up capital ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
tied-up equity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
tied aid ΟΥΣ
tied-aid credit ΟΥΣ
economic tie [ˌiːkənɒmɪkˈtaɪ] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.