Ver·le·gen·heit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Verlegenheit kein πλ (peinliche Situation):
2. Verlegenheit (finanzielle Knappheit):
- Verlegenheit
-
-
- Verlegenheit θηλ <-, -en>
-
- Verlegenheit θηλ <-, -en>
-
- Verlegenheit θηλ <-, -en>
-
- Verlegenheit θηλ <-, -en>
-
- Verlegenheit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.