

I. pein·lich [ˈpainlɪç] ΕΠΊΘ
1. peinlich (unangenehm):
2. peinlich (äußerst):
II. pein·lich [ˈpainlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. peinlich (unangenehm):
2. peinlich (gewissenhaft):
3. peinlich (äußerst):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.