gos·pel [ˈgɒspəl, αμερικ ˈgɑ:s-] ΟΥΣ
1. gospel (New Testament):
2. gospel μτφ (principle):
3. gospel no pl (absolute truth):
4. gospel no pl (music):
-  gospel
 -  Gospel ουδ <-s, -s>
 
ˈgos·pel mu·sic ΟΥΣ no pl
-  gospel music
 -  Gospel αρσ o ουδ <-s, -s>
 
ˈgos·pel song ΟΥΣ
-  gospel song
 -  
 
ˈgos·pel sing·er ΟΥΣ
-  gospel singer
 -  
 
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.