I. femi·nist [ˈfemɪnɪst] ΟΥΣ
- feminist
- Feminist(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
II. femi·nist [ˈfemɪnɪst] ΕΠΊΘ αμετάβλ
feminist movement, literature, issues:
- feminist
-
I. post-ˈfemi·nist ΕΠΊΘ αμετάβλ
- post-feminist
- postfeministisch τυπικ
II. post-ˈfemi·nist ΟΥΣ
- post-feminist
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.