στο λεξικό PONS
I. radi·cal [ˈrædɪkəl] ΕΠΊΘ
2. radical (fundamental):
- radical
-
- radical
-
- radical difference
-
- radical measures
-
- a radical restructuring of a company
-
- a radical transformation
-
3. radical ΙΑΤΡ:
radical ΟΥΣ
- radical ΓΛΩΣΣ
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.