στο λεξικό PONS
 
 I. ra·di·kal [radiˈka:l] ΕΠΊΘ
2. radikal (völlig):
II. ra·di·kal [radiˈka:l] ΕΠΊΡΡ
1. radikal ΠΟΛΙΤ (extremistisch):
-  radikal
 -  
 
2. radikal (völlig):
 
 -  
 -  radikal
 
-  
 -  radikal
 
-  
 -  radikal
 
-  
 -  radikal
 
-  
 -  radikal
 
-  
 -  Radikal ουδ <-s, -e>
 
-  
 -  radikal
 
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.