στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. feminist [βρετ ˈfɛmənɪst, αμερικ ˈfɛmənəst] ΟΥΣ
- feminist
- femminista αρσ θηλ
II. feminist [βρετ ˈfɛmənɪst, αμερικ ˈfɛmənəst] ΕΠΊΘ
feminist lobby, response:
- feminist
-
post-feminist [βρετ pəʊstˈfɛmɪnɪst, αμερικ poʊs(t)ˈfɛmənəst] ΕΠΊΘ
- post-feminist
-
- feminist collective, workers' collective
-
- outspokenly honest, feminist etc.
-
στο λεξικό PONS
I. feminist [ˈfe·mɪ·nɪst] ΟΥΣ
- feminist
- femminista αρσ θηλ
II. feminist [ˈfe·mɪ·nɪst] ΕΠΊΘ
- feminist
-
-
- feminist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.