στο λεξικό PONS
fe·male ˈsuf·frage ΟΥΣ no pl
suf·frage [ˈsʌfrɪʤ] ΟΥΣ no pl
1. suffrage (right to vote):
2. suffrage dated (vote):
I. fe·male [ˈfi:meɪl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- felucca
- fem
- female
- female cone
- female flower
- female suffrage
- female thread
- feme covert
- feme sole
- femidom
- feminazi