στο λεξικό PONS
life ˈhis·tory ΟΥΣ
I. his·to·ry [ˈhɪstəri, αμερικ also -ɚi] ΟΥΣ
1. history no pl:
2. history μτφ:
II. his·to·ry [ˈhɪstəri, αμερικ also -ɚi] ΟΥΣ modifier
history (book, class):
I. life <pl lives> [laɪf, pl laɪvz] ΟΥΣ
1. life (existence):
2. life no pl (quality, force):
3. life no pl (living things collectively):
4. life no pl (mode or aspect of existence):
5. life no pl (energy):
6. life (total circumstances of individual):
7. life (person):
8. life (human activities):
9. life (biography):
10. life (time until death):
12. life no pl οικ (prison sentence):
13. life no pl ΤΈΧΝΗ:
14. life (reality):
ιδιωτισμοί:
II. life <pl lives> [laɪf, pl laɪvz] ΟΥΣ modifier
history ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
life history ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.