στο λεξικό PONS
I. an·cient [ˈeɪn(t)ʃənt] ΕΠΊΘ
1. ancient (of long ago):
2. ancient (of antiquity):
an·cient ˈlights ΟΥΣ
ancient lights πλ βρετ ΝΟΜ:
- ancient lights
- Lichtrecht ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.