στο λεξικό PONS
an·cil·lary [ænˈsɪləri, αμερικ ˈæntsəleri] ΕΠΊΘ
1. ancillary:
2. ancillary προσδιορ, αμετάβλ (duties, equipment):
agree·ment [əˈgri:mənt] ΟΥΣ
1. agreement no pl (same opinion):
2. agreement (approval):
3. agreement (arrangement):
4. agreement (contract, pact):
5. agreement ΧΡΗΜΑΤΟΠ (consistency):
6. agreement ΓΛΩΣΣ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ancillary agreement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.