στο λεξικό PONS
an·cil·lary [ænˈsɪləri, αμερικ ˈæntsəleri] ΕΠΊΘ
1. ancillary:
2. ancillary προσδιορ, αμετάβλ (duties, equipment):
ob·li·ga·tion [ˌɒblɪˈgeɪʃən, αμερικ ˈɑ:blə-] ΟΥΣ
1. obligation (act of being bound):
2. obligation (duty to pay a debt) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ:
3. obligation (bond) ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ancillary obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- anchovy
- ancien régime
- ancient
- ancient lights
- anciently
- ancillary obligation
- ancillary right
- ancillary service
- and
- Andalusia
- Andalusian