Oxford Spanish Dictionary
ancient [αμερικ ˈeɪn(t)ʃənt, βρετ ˈeɪnʃ(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. ancient Egypt/civilizations/ruin/tradition:
2. ancient οικ (old):
- 37? but you're absolutely ancient!
-
στο λεξικό PONS
I. ancient [ˈeɪnʃənt] ΕΠΊΘ
1. ancient a. ΙΣΤΟΡΊΑ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.