Kir·che <-, -n> [ˈkɪrçə] ΟΥΣ θηλ
2. Kirche (bestimmte Glaubensgemeinschaft):
Sci·en·to·lo·gy-Kir·che <-> [saiənˈtɔloʤi-] ΟΥΣ θηλ kein πλ
Neu·apo·sto·li·sche Kir·che ΟΥΣ θηλ kein πλ ΘΡΗΣΚ
- die protestantischen Kirchen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.