pu·ri·ta·nisch [puriˈta:nɪʃ] ΕΠΊΘ
1. puritanisch ΙΣΤΟΡΊΑ:
- puritanisch
-
2. puritanisch a. μειωτ:
- puritanisch
-
-
- puritanisch
-
- puritanisch
-
- puritanisch
-
- puritanisch μτφ, a. μειωτ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.