στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
currency [βρετ ˈkʌr(ə)nsi, αμερικ ˈkərənsi] ΟΥΣ
1. currency ΟΙΚΟΝ:
I. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
currency <-ies> [ˈkɜ:·rən·si] ΟΥΣ
1. currency ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
2. currency (acceptance):
I. hard [hɑ:rd] ΕΠΊΘ
1. hard (firm, rigid, hostile, unkind):
2. hard (intense, concentrated):
4. hard (difficult, complex):
7. hard (solid):
- hard evidence
-
8. hard fact:
II. hard [hɑ:rd] ΕΠΊΡΡ
1. hard (forcefully):
2. hard (rigid):
3. hard (energetically, vigorously):
4. hard (intently):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.