στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. wide [βρετ wʌɪd, αμερικ waɪd] ΕΠΊΘ
1. wide (broad):
-  wide river, opening, mouth
-  
-  wide margin
-  
2. wide (immense):
3. wide (extensive):
II. -wide ΣΎΝΘ
III. wide [βρετ wʌɪd, αμερικ waɪd] ΕΠΊΡΡ
wide awake [βρετ ˌwʌɪd əˈweɪk] ΕΠΊΘ
-  wide awake
-  
wide boy [βρετ] ΟΥΣ βρετ οικ, μειωτ
-  wide boy
-  imbroglione αρσ
wide-angle lens [βρετ ˌwʌɪdˌaŋɡəl ˈlɛnz] ΟΥΣ
-  
-  grandangolo αρσ
wide area network [αμερικ ˈˌwaɪd ˌɛriə ˈnɛtˌwərk] ΟΥΣ Η/Υ
 
  
 στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
