στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. spalancato [spalanˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
spalancato → spalancare
II. spalancato [spalanˈkato] ΕΠΊΘ
I. spalancare [spalanˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. spalancarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. spalancarsi (aprirsi):
- spalancarsi porta:
-
- spalancarsi occhi, bocca:
-
2. spalancarsi (allo sguardo) μτφ:
- spalancarsi abisso:
-
- spalancarsi abisso:
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.