στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. asciutto [aʃˈʃutto] ΕΠΊΘ
1. asciutto:
2. asciutto μτφ:
4. asciutto (magro):
- asciutto viso, fisico
-
5. asciutto (senza companatico):
- asciutto pane
-
6. asciutto vino:
- asciutto
-
II. asciutto [aʃˈʃutto] ΟΥΣ αρσ
-
- completamente secco, asciutto
- dry clothing, ground, hair, hand, paint, crackle
- asciutto
- dry weather, season
- asciutto
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.