στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
  
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 molto2 (-a) <più, moltissimo> ΕΠΊΘ
2. molto (intenso, grande):
I. molto1 <più, moltissimo> [ˈmol·to] ΕΠΊΡΡ
2. molto (con aggettivi e avverbi):
II. molto1 <più, moltissimo> [ˈmol·to] ΑΝΤΩΝ
1. molto (quantità, misura, numero):
2. molto (tempo):
4. molto (denaro):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
