Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
labor ΟΥΣ αμερικ
labor → labour
I. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΟΥΣ
1. labour (gen):
2. labour (workforce):
3. labour ΙΑΤΡ:
II. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. labour (work, try hard):
2. labour (have difficulties):
I. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΟΥΣ
1. labour (gen):
2. labour (workforce):
3. labour ΙΑΤΡ:
II. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. labour (work, try hard):
2. labour (have difficulties):
I. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd] ΕΠΊΘ
1. hard:
2. hard:
3. hard (harsh, unpleasant):
4. hard (stern, cold):
5. hard (forceful):
6. hard (concrete):
8. hard (strong):
II. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd] ΕΠΊΡΡ
III. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd]
I. heel [βρετ hiːl, αμερικ hil] ΟΥΣ
1. heel ΑΝΑΤ (of foot):
III. heel [βρετ hiːl, αμερικ hil] ΡΉΜΑ μεταβ
IV. heel [βρετ hiːl, αμερικ hil]
στο λεξικό PONS
labor [αμερικ ˈleɪbɚ] ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ
labor → labour
I. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΟΥΣ
II. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΟΥΣ
II. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΘ
2. hard (difficult, complex):
3. hard (harsh, intense):
II. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΡΡ
I. labor [ˈleɪ·bər] ΟΥΣ
II. labor [ˈleɪ·bər] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. labor (work hard):
2. labor (do with effort):
I. hard [hard] ΕΠΊΘ
2. hard (difficult, complex):
3. hard (harsh, intense):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.